μυχθισμός: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυχθισμός:''' ὁ, [[φύσημα]] της [[μύτης]], [[αναστεναγμός]] (μεταφ. [[χλεύη]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''μυχθισμός:''' ὁ, [[φύσημα]] της [[μύτης]], [[αναστεναγμός]] (μεταφ. [[χλεύη]]), σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυχθισμός:''' ὁ хрипение, стон (νεκρῶν Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A snorting, Hp.Coac.509; νεκρῶν E.Rh.789. II mocking, jeering, Aq.Ps.122(123).4.
German (Pape)
[Seite 224] ὁ, Röcheln, Stöhnen, κλύω μυχθισμῶν νεκρῶν, Eur. Rhes. 789, Hesych. erkl. στέναγμός.
Greek (Liddell-Scott)
μυχθισμός: ὁ, φύσημα διὰ τῆς ῥινός, γογγυσμός, Ἱππ. 203Α, Εὐρ. Ρῆσ. 789. ΙΙ. μυκτηρισμός, σκῶμμα, περίγελως, Ἀκύλ. εἰς Ψαλμ. 422. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
grondement, murmure.
Étymologie: μυχθίζω.
Greek Monolingual
μυχθισμός, ὁ (Α) μυχθίζω
1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος
2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα.
Greek Monotonic
μυχθισμός: ὁ, φύσημα της μύτης, αναστεναγμός (μεταφ. χλεύη), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μυχθισμός: ὁ хрипение, стон (νεκρῶν Eur.).