ἀναστολή: Difference between revisions
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναστολή:''' ἡ ([[ἀναστέλλω]]), [[ρίξιμο]] προς τα [[πίσω]], τῆς [[κόμης]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναστολή:''' ἡ ([[ἀναστέλλω]]), [[ρίξιμο]] προς τα [[πίσω]], τῆς [[κόμης]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναστολή:''' ἡ откидывание назад (τῆς [[κόμης]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 vestidurade ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operaciónde una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
•represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.
Greek Monolingual
η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2.περιορισμός, αναχαίτιση.
Greek Monotonic
ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστολή: ἡ откидывание назад (τῆς κόμης Plut.).