ἐπαπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαπολαύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], ευχαριστούμαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επωφελούμαι]] από κάποιον ή από [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐπαπολαύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], ευχαριστούμαι με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επωφελούμαι]] από κάποιον ή από [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαπολαύω:''' наслаждаться (τι Aesop. и τινι Diod.).
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαπολαύω Medium diacritics: ἐπαπολαύω Low diacritics: επαπολαύω Capitals: ΕΠΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: epapolaúō Transliteration B: epapolauō Transliteration C: epapolayo Beta Code: e)papolau/w

English (LSJ)

   A revel in, ἡδοναῖς D.S.37.3: c. gen., ἡλίου σελασμάτων Tz.H.9.315; profit by, τινός Anon.in Rh.111.28.

German (Pape)

[Seite 904] dabei genießen, τί, Aesop. 121; D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπολαύω: ἐναπολαύω, ἀπολαύω, ἡδοναῖς πάντα τὸν τοῦ ζῆν χρόνον ἐπαπολαύων Διοδ. Ἀποσπ. 609. 89.

French (Bailly abrégé)

prés.
passer le temps à jouir de, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

ἐπαπολαύω (AM)
1. απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι
2. επωφελούμαι από κάποιον ή από κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαπολαύω: наслаждаться (τι Aesop. и τινι Diod.).