ἄναθλος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄναθλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη [[πολεμοχαρής]], [[απόλεμος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἄναθλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη [[πολεμοχαρής]], [[απόλεμος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναθλος:''' негодный для борьбы, небоеспособный Luc.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναθλος Medium diacritics: ἄναθλος Low diacritics: άναθλος Capitals: ΑΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: ánathlos Transliteration B: anathlos Transliteration C: anathlos Beta Code: a)/naqlos

English (LSJ)

ον,

   A unathletic, Luc.Cal.12.

German (Pape)

[Seite 188] kampflos, nicht streitbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναθλος: -ον, ὁ ἄνευ ἄθλων, ἀπόλεμος, Λουκ. π. διαβολ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impropre à la lutte.
Étymologie: ἀ, ἆθλος.

Spanish (DGE)

-ον poco deportivo, ἀνταγωνιστής Luc.Cal.12.

Greek Monolingual

ἄναθλος, -ον (Α) ἄθλος
ο δίχως άθλους, δειλός, άνανδρος.

Greek Monotonic

ἄναθλος: -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής, απόλεμος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναθλος: негодный для борьбы, небоеспособный Luc.