δάνος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάνος:''' [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, [[δάνειο]], [[χρέος]], [[οφειλή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δάνος:''' [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, [[δάνειο]], [[χρέος]], [[οφειλή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δάνος:''' <b class="num">II</b> ὁ макед. Plut. = [[θάνατος]].<br />εος (ᾰ) τό Anth. = [[δάνειον]].
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάνος Medium diacritics: δάνος Low diacritics: δάνος Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: dános Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: da/nos

English (LSJ)

(A), [ᾰ], εος, τό,

   A gift, present, Euph.42.    II loan, debt, Call. Epigr.48, PMasp.126.11 (vi A.D.): metaph., ὁ χρόνος ἐστὶ δ. Lyr.Alex. Adesp. 37.27; πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν . . αὖτ' ἀπέδωκα IG14.2000.
δάνος (B), [ᾰ], ὁ, Maced. for θάνατος, Plu.2.22c.

German (Pape)

[Seite 522] τό, die Gabe, Euphor. fr. 90 bei E. M.; gew. ausgeliehenes Geld, Wucher, Zins, Callim. ep. 51 u. a. Sp. – Aber ὁ δ., macedon, der Tod, Plut. de aud. poet. 5 A.

Greek (Liddell-Scott)

δάνος: [ᾰ], εος, τό, δῶρον, δόμα, Εὐφορ. Ἀποσπ. 89· πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6287. ΙΙ. κοινῶς = χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, χρέος, ὀφειλή, Καλλ. Ἐπ. 50, Ἀνθ. Π. παραρτ. 252. (Ἴδε ἐν λ. δίδωμι· πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. dano, = dono, do.)

French (Bailly abrégé)

1εος (τό) :
don, présent.
Étymologie: DELG pê δίδωμι.
2ου (ὁ) :
mot macéd. = θάνατος.

Greek Monolingual

(I)
δάνος, ο (Α)
ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].———————— (II)
το (AM δάνος)
το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα- < d∂- (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. -νος (πρβλ. άφενος «πλούτη», κτήνος). Κατ' άλλους, ο τ. δάνος συνδέεται με το δατέομαι.

Greek Monotonic

δάνος: [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, δάνειο, χρέος, οφειλή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δάνος: II ὁ макед. Plut. = θάνατος.
εος (ᾰ) τό Anth. = δάνειον.