τρισάσμενος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρισάσμενος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές [[ευχαριστημένος]], [[τρεις]] φορές [[πρόθυμος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''τρισάσμενος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές [[ευχαριστημένος]], [[τρεις]] φορές [[πρόθυμος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.