παροκωχή: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παροκωχή:''' ἡ, αναδιπλ. [[τύπος]] αντί [[παροχή]], [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''παροκωχή:''' ἡ, αναδιπλ. [[τύπος]] αντί [[παροχή]], [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω)
A supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l.παρακωχή).
German (Pape)
[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].
Greek Monotonic
παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.