προσκατατίθημι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκατατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], [[πληρώνω]] [[επιπλέον]], ή ως πρόσθετη [[καταβολή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προσκατατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], [[πληρώνω]] [[επιπλέον]], ή ως πρόσθετη [[καταβολή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-κατατίθημι ook nog betalen.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατατίθημι Medium diacritics: προσκατατίθημι Low diacritics: προσκατατίθημι Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: proskatatíthēmi Transliteration B: proskatatithēmi Transliteration C: proskatatithimi Beta Code: proskatati/qhmi

English (LSJ)

   A pay down besides or as a further deposit, τριώβολον Ar.Nu.1235; π. ἀργύριον μισθόν Pl.Thg.128a: metaph., add a remark, Gal.6.9.

German (Pape)

[Seite 768] (s. τίθημι), noch dazu niederlegen, erlegen, baar bezahlen; Ar. Nubb. 1216; μισθόν, Plat. Theag. 128 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατίθημι: καταβάλλω, πληρώνω προσέτι, ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· ἀργύριον πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.

French (Bailly abrégé)

déposer en outre (une somme d’argent).
Étymologie: πρός, κατατίθημι.

Greek Monolingual

Α κατατίθημι
1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.)
2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση.

Greek Monotonic

προσκατατίθημι: μέλ. -θήσω, πληρώνω επιπλέον, ή ως πρόσθετη καταβολή, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατατίθημι ook nog betalen.