κοσμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμήτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[κοσμητής]], αυτός που διατάσσει το [[στράτευμα]], [[διοικητής]], [[αρχιστράτηγος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κοσμήτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[κοσμητής]], αυτός που διατάσσει το [[στράτευμα]], [[διοικητής]], [[αρχιστράτηγος]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμήτωρ Medium diacritics: κοσμήτωρ Low diacritics: κοσμήτωρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kosmḗtōr Transliteration B: kosmētōr Transliteration C: kosmitor Beta Code: kosmh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e),

   A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα . . δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ . . κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194.    2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76.    3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.

English (Slater)

κοσμήτωρ
   1 marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.

Greek Monolingual

κοσμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. κοσμήτορας.

Greek Monotonic

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί κοσμητής, αυτός που διατάσσει το στράτευμα, διοικητής, αρχιστράτηγος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.