τρύγητος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρύγητος:''' ὁ (τρῠγάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρύγος]], [[θέρος]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] συγκομιδής, σε Θουκ. | |lsmtext='''τρύγητος:''' ὁ (τρῠγάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρύγος]], [[θέρος]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εποχή]] συγκομιδής, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρύγητος en τρυγητός -ου, ὁ [τρυγάω] oogst, oogsttijd. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A gathering of fruits, vintage, harvest, LXXIs.24.13, PCair.Zen.355.113 (iii B. C.), PTeb.120.120, al. (i B. C.), Plu.2.671d, cf. Poll.1.61. 2 time thereof, harvest or vintage, Th.4.84, Thphr.HP5.1.2, 9.11.8, LXXAm.4.7, al., Luc.Philops.22, Gal.6.577. II = τρύγη, fruit gathered, crop, LXXJl.1.11, al. III wine-press, καθάπερ εἰς τοὺς τρυγητοὺς ὁ πᾶς οἶνος ἐμβάλλεται Gal. Nat.Fac.1.15. IV (oxyt.) drying up of a lake, Sch.Nic.Th.368. (τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον Hdn.Gr.1.220, cf. Hsch.; but ὀξυτόνως ὁ καιρὸς τοῦ τρυγᾶν Ammon.Diff. p.17 V.; Moschop. ad Hes.Op.386 denies the distinction.)
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, 1) das Einernten, Einsammeln der Feld-u. Baumfrüchte, die Ernte, die Lese, Plut. u. a. Sp.; – die Zeit der Ernte, Lese, die Herbstzeit, ὀλίγον πρὸ τρυγήτου Thuc. 4, 84. – 2) = τρύγη, τρύγος, das, was man einerntet, die reife Herbstfrucht selbst, in welcher Bdtg genauere Gramm. τρυγητός schreiben wollen, obwohl die Alten selbst schon schwankten. Vgl. ἄμητος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. τρυγητός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. τρυγητός.
Greek Monotonic
τρύγητος: ὁ (τρῠγάω)·
1. τρύγος, θέρος, σε Πλούτ., Λουκ.
2. εποχή συγκομιδής, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύγητος en τρυγητός -ου, ὁ [τρυγάω] oogst, oogsttijd.