τρύγητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ὁ,
A gathering of fruits, vintage, harvest, LXX Is.24.13, PCair.Zen.355.113 (iii B. C.), PTeb.120.120, al. (i B. C.), Plu.2.671d, cf. Poll.1.61.
2 time of harvest, harvest or vintage, Th.4.84, Thphr. HP 5.1.2, 9.11.8, LXX Am.4.7, al., Luc.Philops.22, Gal.6.577.
II = τρύγη, fruit gathered, crop, LXX Jl.1.11, al.
III wine-press, καθάπερ εἰς τοὺς τρυγητοὺς ὁ πᾶς οἶνος ἐμβάλλεται Gal. Nat.Fac.1.15.
IV (oxyt.) drying up of a lake, Sch.Nic.Th.368. (τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον Hdn.Gr.1.220, cf. Hsch.; but ὀξυτόνως ὁ καιρὸς τοῦ τρυγᾶν Ammon.Diff. p.17 V.; Moschop. ad Hes.Op.386 denies the distinction.)
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, 1) das Einernten, Einsammeln der Feld-u. Baumfrüchte, die Ernte, die Lese, Plut. u. a. Sp.; – die Zeit der Ernte, Lese, die Herbstzeit, ὀλίγον πρὸ τρυγήτου Thuc. 4, 84. – 2) = τρύγη, τρύγος, das, was man einerntet, die reife Herbstfrucht selbst, in welcher Bdtg genauere Gramm. τρυγητός schreiben wollen, obwohl die Alten selbst schon schwankten. Vgl. ἄμητος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. τρυγητός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. τρυγητός.
Greek Monotonic
τρύγητος: ὁ (τρῠγάω)·
1. τρύγος, θέρος, σε Πλούτ., Λουκ.
2. εποχή συγκομιδής, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύγητος en τρυγητός -ου, ὁ [τρυγάω] oogst, oogsttijd.
Russian (Dvoretsky)
τρύγητος: (ῠ) ὁ
1 время жатвы Thuc.;
2 сбор урожая, жатва Plut.
Middle Liddell
τρύγητος, ὁ, [τρῠγάω]
1. a vintage, harvest, Plut., Luc.
2. the time thereof, the harvest or vintage, Thuc.