σύγκαυσις: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(39)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύσεως, ἡ, Α [[συγκαίω]]<br /><b>1.</b> το να καίγεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους ή άλλα<br /><b>2.</b> [[ψήσιμο]], [[ιδίως]] πλίνθων και πήλινων αγγείων<br /><b>3.</b> [[κατάσταση]] του σώματος που προέρχεται από [[καύση]].
|mltxt=-αύσεως, ἡ, Α [[συγκαίω]]<br /><b>1.</b> το να καίγεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους ή άλλα<br /><b>2.</b> [[ψήσιμο]], [[ιδίως]] πλίνθων και πήλινων αγγείων<br /><b>3.</b> [[κατάσταση]] του σώματος που προέρχεται από [[καύση]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκαυσις -εως, ἡ [συγκαίω] volledige verbranding.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκαυσις Medium diacritics: σύγκαυσις Low diacritics: σύγκαυσις Capitals: ΣΥΓΚΑΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnkausis Transliteration B: synkausis Transliteration C: sygkafsis Beta Code: su/gkausis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγκαίω)

   A burning, Pl.Ti.83a; baking of horn and pottery, Arist.Aud.802b4; parched state of body, Gal.15.895, Nat.Fac.2.9.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, das Verbrennen, Plat. Tim. 83 a; das zu starke Brennen, Rösten.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαυσις: ἡ, (συγκαίω) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, μάλιστα πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκαυσις -εως, ἡ [συγκαίω] volledige verbranding.