δενδροκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[υλοτομώ]], [[κόβω]] δέντρα· [[ιδίως]], αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· <i>δ. χώραν</i>, [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.
|lsmtext='''δενδροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[υλοτομώ]], [[κόβω]] δέντρα· [[ιδίως]], αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· <i>δ. χώραν</i>, [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδροκοπέω [δένδρον, κόπτω] de bomen kappen (als oorlogstactiek).
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκοπέω Medium diacritics: δενδροκοπέω Low diacritics: δενδροκοπέω Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΠΕΩ
Transliteration A: dendrokopéō Transliteration B: dendrokopeō Transliteration C: dendrokopeo Beta Code: dendrokope/w

English (LSJ)

   A cut down trees, esp. vines and fruit-trees, X.Mem. 2.1.13; δ. χώραν to waste a country by cutting down the trees, Decr. Byz. ap. D.18.90:—Pass., Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 546] Bäume abhauen, Xen. Mam. 2, 1, 13; χώραν, das Land verwüsten durch Umhauen der Bäume, Dem 18, 90. Vgl. δενδροτομέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper des arbres ; δ. χώραν DÉM dévaster un pays en coupant les arbres.
Étymologie: δένδρον, κόπτω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. no contr. δενδροκοπέοντος Decr. en D.18.90]
talar, devastar τὰν χώραν Decr. en D.l.c., en v. pas. τῆς μὲν χώρας δεδενδροκοπημένης D.S.12.45, cf. Corn.ND 30
abs. talar los árboles X.Mem.2.1.13.

Greek Monotonic

δενδροκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), υλοτομώ, κόβω δέντρα· ιδίως, αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· δ. χώραν, ερημώνω μια περιοχή απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδροκοπέω [δένδρον, κόπτω] de bomen kappen (als oorlogstactiek).