προσεπιτέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιτέρπομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Παθ., [[διασκεδάζω]] τον εαυτό μου [[ακόμα]] περισσότερο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προσεπιτέρπομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Παθ., [[διασκεδάζω]] τον εαυτό μου [[ακόμα]] περισσότερο, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-επιτέρπομαι zich bovendien verheugen.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτέρπομαι Medium diacritics: προσεπιτέρπομαι Low diacritics: προσεπιτέρπομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΕΡΠΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepitérpomai Transliteration B: prosepiterpomai Transliteration C: prosepiterpomai Beta Code: prosepite/rpomai

English (LSJ)

Pass.,

   A rejoice in besides, Ar.Ra.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 762] (s. τέρπω), sich noch dazu, noch mehr ergötzen, Ar. Ran. 232.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτέρπομαι: παθ., τέρπομαι ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 231.

French (Bailly abrégé)

se réjouir encore ou encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπιτέρπω.

Greek Monolingual

Α
διασκεδάζω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιτέρπομαι «διασκεδάζω»].

Greek Monotonic

προσεπιτέρπομαι: μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-επιτέρπομαι zich bovendien verheugen.