πινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῐνώδης:''' -ες ([[πίνος]], [[εἶδος]]), [[βρόμικος]], [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πῐνώδης:''' -ες ([[πίνος]], [[εἶδος]]), [[βρόμικος]], [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πινώδης -ες [πίνος] vuil, smerig.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνώδης Medium diacritics: πινώδης Low diacritics: πινώδης Capitals: ΠΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pinṓdēs Transliteration B: pinōdēs Transliteration C: pinodis Beta Code: pinw/dhs

English (LSJ)

ες, (πίνος)

   A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.

German (Pape)

[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.

Greek Monotonic

πῐνώδης: -ες (πίνος, εἶδος), βρόμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινώδης -ες [πίνος] vuil, smerig.