παραφυής: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφυής:''' -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, <i>παραφυές</i>, τό = [[παραφυάς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''παραφυής:''' -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, <i>παραφυές</i>, τό = [[παραφυάς]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ\n παραφυές zijtak.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠής Medium diacritics: παραφυής Low diacritics: παραφυής Capitals: ΠΑΡΑΦΥΗΣ
Transliteration A: paraphyḗs Transliteration B: paraphyēs Transliteration C: parafyis Beta Code: parafuh/s

English (LSJ)

ές,

   A growing beside, of extra fingers, Paul.Aeg.6.43 : παραφυές, τό, = παραφυάς, Arist.Rh.1356a25.

German (Pape)

[Seite 507] ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.
Étymologie: παραφύω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ παραφύω
μσν.
(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές
η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παραφυής: -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ\n παραφυές zijtak.