πιτυρώδης: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(32) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]]. | |mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A bran-like, Thphr.CP1.5.4, Gal.6.483; ὑποστάσιες π., of sediment in urine, Hp.Prog.12. 2 scurfy, Id.Aph.4.77, Coac.570.
German (Pape)
[Seite 622] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. πίτυρον 3.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πίτυρον
1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής
2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος
3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πιτυρώδης
ο πιτυρούχος άρτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.