κατηβολή: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατηβολή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την [[ίδια]] [[μέρα]], το [[επιβάλλον]] (<b>βλ.</b> [[επιβάλλω]])<br /><b>2.</b> περιοδική [[προσβολή]] νόσου, [[κρίση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>3.</b> [[επιβολή]], [[αξίωμα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θυσία]], [[τελετή]], τὰ νομιζόμενα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])<br />το -<i>η</i>- ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>επ</i>-<i>ημοιβός</i>, όπου το -<i>η</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>βλ.</b> και [[επήβολος]])]. | |mltxt=[[κατηβολή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την [[ίδια]] [[μέρα]], το [[επιβάλλον]] (<b>βλ.</b> [[επιβάλλω]])<br /><b>2.</b> περιοδική [[προσβολή]] νόσου, [[κρίση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>3.</b> [[επιβολή]], [[αξίωμα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θυσία]], [[τελετή]], τὰ νομιζόμενα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])<br />το -<i>η</i>- ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>επ</i>-<i>ημοιβός</i>, όπου το -<i>η</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>βλ.</b> και [[επήβολος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750. 2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot. 3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.
Greek (Liddell-Scott)
κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
Greek Monolingual
κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.