δειπνολόχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειπνολόχος:''' -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο [[δείπνο]], [[παρασιτικός]], [[χαραμοφάης]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δειπνολόχος:''' -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο [[δείπνο]], [[παρασιτικός]], [[χαραμοφάης]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειπνολόχος:''' жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства ([[γυνή]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνολόχος Medium diacritics: δειπνολόχος Low diacritics: δειπνολόχος Capitals: ΔΕΙΠΝΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: deipnolóchos Transliteration B: deipnolochos Transliteration C: deipnolochos Beta Code: deipnolo/xos

English (LSJ)

η, ον,

   A laying traps, fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.Op.704.

German (Pape)

[Seite 540] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνολόχος: -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, παράσιτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. βωμολόχος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui guette un souper, parasite.
Étymologie: δεῖπνον, λόχος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
que acecha la comida, parásito Hes.Op.704, Orac.Sib.2.258, Zonar., Sud.

Greek Monolingual

δειπνολόχος, -η, -ον) (Α) ο δειπνοθήρας, ο παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -λοχος < λόχος (πρβλ. νυκτιλόχος, φρυνολόχος)].

Greek Monotonic

δειπνολόχος: -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο δείπνο, παρασιτικός, χαραμοφάης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δειπνολόχος: жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства (γυνή Hes.).