πολυωρέω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυωρέω:''' ([[ὤρα]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] [[προσεκτικός]], αντίθ. προς το [[ὀλιγωρέω]], σε Αισχίν., Αριστ.
|lsmtext='''πολυωρέω:''' ([[ὤρα]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] [[προσεκτικός]], αντίθ. προς το [[ὀλιγωρέω]], σε Αισχίν., Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυωρέω [πολύς, ὤρα] hoogachten.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠωρέω Medium diacritics: πολυωρέω Low diacritics: πολυωρέω Capitals: ΠΟΛΥΩΡΕΩ
Transliteration A: polyōréō Transliteration B: polyōreō Transliteration C: polyoreo Beta Code: poluwre/w

English (LSJ)

(ὤρα)

   A treat with much care, c. gen., Supp.Epigr.2.257.12 (Delph., iii B.C.), PCair.Zen.38.23 (iii B.C.), D.L.6.9: Dor. aor. ἐπολυώρη'ε IG4.497.8 (Mycenae, ii B.C.): later c.acc., πεπολυωρηκότες τὴν Ὀλυμπιάδα having observed her carefully, D.S.18.65; ὑπέρ τινων PCair.Zen.462.10 (iii B.C.): abs., Test. ap. Aeschin.1.50, Corn.ND1; esteem highly, Carneisc.Herc.1027.16:—Pass., Aen.Tact.22.17; ὑπό τινος Arist.Rh.1378b34; πεπολυωρῆσθαι to have been cared for, PCair. Zen. 50 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 678] Ggstz von ὀλιγωρέω, viel od. sehr achten, Sorge wofür tragen; absol., Aesch. 1, 50; τινά, Ath. V, 211 a; – auch pass., πολυωρεῖσθαι ὑπό τινος, von Einem hoch geachtet werden, Arist. rhet. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυωρέω: (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, φροντίζω πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγωρέω· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, λίαν τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. ἐναντίον δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre grand soin de ; respecter, vénérer, acc..
Étymologie: πολύς, ὤρα.

Greek Monotonic

πολυωρέω: (ὤρα), μέλ. -ήσω, είμαι πολύ προσεκτικός, αντίθ. προς το ὀλιγωρέω, σε Αισχίν., Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυωρέω [πολύς, ὤρα] hoogachten.