ἀρχαιοτροπία: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχαιοτροπία:''' ἡ, [[αρχαίος]] [[τρόπος]] ή αρχαίο [[ήθος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀρχαιοτροπία:''' ἡ, [[αρχαίος]] [[τρόπος]] ή αρχαίο [[ήθος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχαιοτροπία:''' ἡ старинные нравы и обычаи, старый быт Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A old fashioned ways, Plu.Phoc.3.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοτροπία: ἡ, ἀρχαῖος τρόπος, ἀρχαῖον ἦθος, Πλουτ. Φωκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
simplicité des mœurs antiques.
Étymologie: ἀρχαιότροπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
austeridad, primitivismo ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.Phoc.3.
Greek Monolingual
ἀρχαιοτροπία, η (Α) αρχαιότροπος
τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος.
Greek Monotonic
ἀρχαιοτροπία: ἡ, αρχαίος τρόπος ή αρχαίο ήθος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιοτροπία: ἡ старинные нравы и обычаи, старый быт Plut.