ἀνακωκύω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακωκύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· <i>ἀνακωκύει φθόγγον</i>, [[εκβάλλω]] [[οξεία]] θρηνητική [[κραυγή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνακωκύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· <i>ἀνακωκύει φθόγγον</i>, [[εκβάλλω]] [[οξεία]] θρηνητική [[κραυγή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακωκύω:''' (ῡ) жалобно восклицать, вопить Aesch.: ἀ. ὀξὺν φθόγγον Soph. издавать жалобные пронзительные звуки.
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακωκύω Medium diacritics: ἀνακωκύω Low diacritics: ανακωκύω Capitals: ΑΝΑΚΩΚΥΩ
Transliteration A: anakōkýō Transliteration B: anakōkyō Transliteration C: anakokyo Beta Code: a)nakwku/w

English (LSJ)

<*> ῡ,

   A wail aloud, κἀνακωκύσας λιγύ A.Pers.468, cf. S.Ant. 1227; κἀνακωκύει . . ὀξὺν φθόγγον utters a loud shrill wailing cry, ib. 423.

German (Pape)

[Seite 194] auf-, laut jammern, Tragg., z. B. Aesch. Pers. 460; mit acc., πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον Soph. Ant. 419, sie läßt den heftigen Klagelaut des traurigen Vogels erschallen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακωκύω: [ῡ], θρηνῶ μεγαλοφώνως, κἀνακωκύσας λιγὺ Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1227· κἀνακωκύει .. ὀξὺν φθόγγον, ἐκβάλλει ὀξεῖαν κραυγὴν θρήνων, ὀδύρεται μεγαλοφώνως, αὐτόθι 423.

French (Bailly abrégé)

pousser des cris de douleur.
Étymologie: ἀνά, κωκύω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
lamentarse a gritos κἀνακωκύσας λιγύ A.Pers.468, cf. S.Ant.1227, Ach.Tat.3.23.3
c. ac. int. κἀνακωκύει ... ὀξὺν φθόγγον S.Ant.423
c. gen. ὧν ἀνακωκύει de las cosas de que se lamenta a gritos Luc.Cat.3.

Greek Monolingual

ἀνακωκύω (Α) κωκύω
θρηνώ, οδύρομαι κραυγάζοντας.

Greek Monotonic

ἀνακωκύω: [ῡ], μέλ. -σω, θρηνώ μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· ἀνακωκύει φθόγγον, εκβάλλω οξεία θρηνητική κραυγή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακωκύω: (ῡ) жалобно восклицать, вопить Aesch.: ἀ. ὀξὺν φθόγγον Soph. издавать жалобные пронзительные звуки.