γυναικομανής: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γυναικομανής]], -ές)<br />[[τρελός]] για γυναίκες, με ασυγκράτητη [[επιθυμία]] για ερωτικές περιπέτειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρομανής]], [[γυναιμανής]])).
|mltxt=-ές (AM [[γυναικομανής]], -ές)<br />[[τρελός]] για γυναίκες, με ασυγκράτητη [[επιθυμία]] για ερωτικές περιπέτειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρομανής]], [[γυναιμανής]])).
}}
{{elru
|elrutext='''γυναικομᾰνής:''' с ума сходящий по женщинам Luc., Anth.
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικομᾰνής Medium diacritics: γυναικομανής Low diacritics: γυναικομανής Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaikomanḗs Transliteration B: gynaikomanēs Transliteration C: gynaikomanis Beta Code: gunaikomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A mad for women, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph.2.312, Gal.5.396, AP12.86 (Mel.), Luc.Alex.11.

German (Pape)

[Seite 510] ές, weibertoll, in Weiber verliebt, = φιλόγυνος, Ath. XI, 464 d; φλόξ Mel. 3; Gall. 1 (V, 49); Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γυναικομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ γυναῖκας, φιλογύνης εἰς ἄκρον βαθμόν, Ἀνθ. Π. 12. 86, Λουκ. Ἀλεξ. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fou des femmes.
Étymologie: γυνή, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

(γῠναικομᾰνής) -ές
1 loco por las mujeres τινὲς ... καλοῦσι ... τοὺς φιλογύνας γυναικομανεῖς Chrysipp.Stoic.3.167, cf. Gal.5.396, εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοι Ph.2.312, ὁ Ποδαλείριος μάχλος καὶ γ. τὴν φύσιν Luc.Alex.11, cf. Pall.H.Laus.65.2, Hsch.s.u. γυναιμανές.
2 que hace enloquecer por las mujeres Κύπρις ... γυναικομανῆ φλόγα βάλλει AP 12.86 (Mel.).

Greek Monolingual

-ές (AM γυναικομανής, -ές)
τρελός για γυναίκες, με ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής)).

Russian (Dvoretsky)

γυναικομᾰνής: с ума сходящий по женщинам Luc., Anth.