προσπολεμέω: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε πόλεμο με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''προσπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε πόλεμο με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-πολεμέω oorlog voeren tegen, beoorlogen:. χαλεπὸς προσπολεμεῖν hij is moeilijk te bestrijden Isocr. 4.138. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A carry on war against, τινα X.An.1.6.6; τινι Aeschin.1.64: abs., Pl.R.332e; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Th.8.96, cf. 7.51; χαλεπὸς προσπολεμεῖν Isoc.4.138, cf. D.2.22.
German (Pape)
[Seite 778] gegen Einen Krieg führen, τινί; Thuc. 8, 96; Plat. Menex. 243 a; Xen. An. 1, 6, 6; ὁ βασιλεὺς χαλεπὸς προσπολεμεῖν, es ist schwer, gegen ihn anzukämpfen, Isocr. 4, 138, wie προσπολεμεῖν φοβερός, Dem. 2, 22; Folgde, wie Pol. 3, 56, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσπολεμέω: διεξάγω πόλεμον ἐναντίον τινός, ἔχω πόλεμον πρός τινα, Θουκ. 8. 96, Πλάτ. Πολ. 332Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 6· τινι Αἰσχίν. 9. 34· χαλεπῶς προσπολεμεῖν Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Δημ. 24. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire la guerre à, τινι.
Étymologie: πρός, πολεμέω.
Greek Monotonic
προσπολεμέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, βρίσκομαι σε πόλεμο με κάποιον άλλο, σε Θουκ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πολεμέω oorlog voeren tegen, beoorlogen:. χαλεπὸς προσπολεμεῖν hij is moeilijk te bestrijden Isocr. 4.138.