κορδακισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ, ο [[χορός]] του <i>κόρδακος</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ, ο [[χορός]] του <i>κόρδακος</i>, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμός Medium diacritics: κορδακισμός Low diacritics: κορδακισμός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kordakismós Transliteration B: kordakismos Transliteration C: kordakismos Beta Code: kordakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Greek Monotonic

κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.