ὑπερκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκάθημαι:''' <b class="num">1)</b> быть расположенным выше: ὑπερηκάθηντο ἐπὶ τῶν [[ἄκρων]] Xen. они расположились над высотами;<br /><b class="num">2)</b> неотступно следовать (τινος Xen.).
}}
}}

Revision as of 11:46, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκάθημαι Medium diacritics: ὑπερκάθημαι Low diacritics: υπερκάθημαι Capitals: ΥΠΕΡΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: hyperkáthēmai Transliteration B: hyperkathēmai Transliteration C: yperkathimai Beta Code: u(perka/qhmai

English (LSJ)

   A to be posted over or upon, ἐπὶ τῶν ἄκρων X.An.5.2.1.    II sit over and watch, keep an eye on, ἡμῶν ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ᾑμαι), darüber sitzen, darauf sitzen, τινός, an einem höhern Orte, ἐπί τινος, Xen. An. 5, 2, 1. – Einem nachsetzen, wie unser »Einem auf dem Dache sitzen«, τινός, ibd. 5, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκάθημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ -έζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω, ἐπί τινος Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 1. ΙΙ. μεταφ., κάθημαι ὑπεράνω τινὸς καὶ ἀγρυπνῶ, φυλάττω, παραφυλάττω τινά, τινὸς αὐτόθι 5. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

seul. pers.
1 être campé au-dessus, ἐπί τινος;
2 fig. être sur les talons ou sur le dos de, presser vivement, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάθημαι.

Greek Monolingual

Α κάθημαι
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον.

Greek Monotonic

ὑπερκάθημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του -έζομαι, κάθομαι υπεράνω ή επάνω σε, ἐπί τινος, σε Ξεν.· μεταφ., κάθομαι πάνω από κάποιον και αγρυπνώ, παρακολουθώ, επιτηρώ κάποιον, τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκάθημαι: 1) быть расположенным выше: ὑπερηκάθηντο ἐπὶ τῶν ἄκρων Xen. они расположились над высотами;
2) неотступно следовать (τινος Xen.).