καταλοχίζω: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7. | |elnltext=κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταλοχίζω:''' воен.<br /><b class="num">1)</b> производить разбивку, разделять (εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> распределять (εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A form into λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1. 2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute, εἰς τάξεις D.S.18.70; εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16; εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18; εἰς τοὺς . . . ποιητάς Lib.Ep.36.1 (-ελόχησας codd.):—Pass., Plu.Cic. 15.
German (Pape)
[Seite 1361] (in Lochen) vertheilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.
Greek (Liddell-Scott)
καταλοχίζω: διανέμω εἰς λόχους, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ καθόλου, διανέμω εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.
French (Bailly abrégé)
partager en cohortes (v. λόχος) : εἰς τοὺς ὁπλίτας PLUT répartir parmi les hoplites.
Étymologie: κατά, λοχίζω.
Greek Monolingual
καταλοχίζω (Α)
1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους
2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].
Greek Monotonic
καταλοχίζω: μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7.
Russian (Dvoretsky)
καταλοχίζω: воен.
1) производить разбивку, разделять (εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.);
2) распределять (εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.).