μεγάνωρ: Difference between revisions
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδροπρεπής]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μεγάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδροπρεπής]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = [[μεγαλήνωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.
German (Pape)
[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.
English (Slater)
μεγᾱνωρ
1 lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)
Greek Monolingual
μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυ-άνωρ)].
Greek Monotonic
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.