τρισόλβιος: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐσόλβιος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[ευδαίμων]], εξαιρετικά [[ευτυχής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐσόλβιος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[ευδαίμων]], εξαιρετικά [[ευτυχής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].
Greek Monotonic
τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.