εἰσήκω: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, έχω μπει μέσα, σε Αριστοφ.· σε μέλ., είμαι [[έτοιμος]], είμαι κοντά στο να μπω μέσα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εἰσήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, έχω μπει μέσα, σε Αριστοφ.· σε μέλ., είμαι [[έτοιμος]], είμαι κοντά στο να μπω μέσα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσήκω:''' староатт. [[ἐσήκω]]<br /><b class="num">1)</b> входить (Arph. - v. l. [[ἥκω]]);<br /><b class="num">2)</b> доходить, достигать (ἡλίου πρὸς ἀντολάς ἐσήξειν - v. l. ἐσᾴξειν Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A to have come in, v.l.in Ar.V.606; of revenues, BCH6.18 (Delos, ii B.C.) : fut., to be about to come in, ἔοικεν.. ἐσήξειν (nisi leg. ἐσᾴξειν) A.Ag.1181; εἰς τὴν οἰκίαν ἐσήξειν (nisi leg. -ᾴξειν) D.C. 37.32.
German (Pape)
[Seite 743] hineinkommen; Ar. Vesp. 606; hinkommen, hingelangen; ἡλίου πρὸς ἀντολάς Aesch. Ag. 1154; εἰς οἰκίαν D. C. 37, 32; sich hineinerstrecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήκω: εἰσέρχομαι ἢ εἰσελήλυθα, κᾆτ’ εἰσήκονθ’ ἅμα πάντες ἀσπαζόμεθα, εἰσεληλυθότα, Ἀριστ. Σφ. 606: - κατὰ μέλλ., μέλλω νὰ εἰσέλθω, ἔοικεν... ἐσήξειν (ἐσᾴξειν Bothe) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· εἰς, τὴν οἰκίαν Δίων Κ. 37. 32.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσήκω;
au fut. être sur le point d’arriver.
Étymologie: εἰς, ἥκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- A.A.1181 (cód.)
1 entrar, hacer la entrada ἥκω, εἰσήκω he llegado (a File), he entrado (en el templo) IPh.319 (imper.), cf. A.l.c., Ar.V.606 (cód.), D.C.37.32.4 (var.), εἰσήκοντας κόλπους D.Chr.6.3 (cód.).
2 econ. entrar, ingresar dicho de bienes, c. gen. de cosa o παρά c. gen. de pers. τάδε τῶν οἰκιῶν τῶν ἱερῶν ἐνοίκια εἰσήκει· τῆς οἰκίας ... IG 11(2).158A.15, cf. 161A.16 (ambas Delos III a.C.), τόδε ἄλλο ἀ[ρ] γύριον εἰσήκει· παρὰ Ἀριστοβούλου ... otros ingresos en metálico: de Aristóbulo ..., IG 11(2).161D.2 (Delos III a.C.), παρὰ τῶν μεμισθωμένων ID 290.21, cf. 28 (III a.C.).
Greek Monolingual
εἰσήκω (Α)
εισέρχομαι, έχω εισέλθει.
Greek Monotonic
εἰσήκω: μέλ. -ξω, έχω μπει μέσα, σε Αριστοφ.· σε μέλ., είμαι έτοιμος, είμαι κοντά στο να μπω μέσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσήκω: староатт. ἐσήκω
1) входить (Arph. - v. l. ἥκω);
2) доходить, достигать (ἡλίου πρὸς ἀντολάς ἐσήξειν - v. l. ἐσᾴξειν Aesch.).