Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(44)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[φαραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φάραγξ]], -<i>γγος</i>]<br />όμοιος με [[φαράγγι]] ή [[γεμάτος]] φαράγγια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια.
|mltxt=-ες / [[φαραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φάραγξ]], -<i>γγος</i>]<br />όμοιος με [[φαράγγι]] ή [[γεμάτος]] φαράγγια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια.
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰραγγώδης:''' <b class="num">1)</b> изрезанный ущельями, овражистый, обрывистый ([[τόπος]] Arst., Plut., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> текущий по ущельям ([[ποταμός]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰραγγώδης Medium diacritics: φαραγγώδης Low diacritics: φαραγγώδης Capitals: ΦΑΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pharangṓdēs Transliteration B: pharangōdēs Transliteration C: faraggodis Beta Code: faraggw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of chasms or ravines, τόποι Arist.HA578a27, cf. D.S.1.32, J.AJ5.2.11, Corn.ND27.    II found in ravines, of the plant ὄστρυς, Thphr.HP3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, einer φάραγξ ähnlich, wie eine Schlucht, mit Schluchten, Thälern versehen, Arist. H. A. 6, 28.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰραγγώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς φάραγγα ἢ πλήρης φαράγγων, τόποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28. 1, πρβλ. Διόδ. 1. 32. ΙΙ. ὁ φιλῶν τοιαύτας τοποθεσίας, ἔνυδρον δὲ καὶ φαραγγῶδες (ἡ ὄστρυς) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
creusé de ravins ou de vallées profondes.
Étymologie: φάραγξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / φαραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φάραγξ, -γγος]
όμοιος με φαράγγι ή γεμάτος φαράγγια
μσν.-αρχ.
(για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια.

Russian (Dvoretsky)

φᾰραγγώδης: 1) изрезанный ущельями, овражистый, обрывистый (τόπος Arst., Plut., Diod.);
2) текущий по ущельям (ποταμός Polyb.).