ψευδαπόστολος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψευδᾰπόστολος:''' ὁ, [[ψεύτικος]] [[απόστολος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ψευδᾰπόστολος:''' ὁ, [[ψεύτικος]] [[απόστολος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδαπόστολος:''' ὁ лжеапостол NT.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδαπόστολος Medium diacritics: ψευδαπόστολος Low diacritics: ψευδαπόστολος Capitals: ΨΕΥΔΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: pseudapóstolos Transliteration B: pseudapostolos Transliteration C: psevdapostolos Beta Code: yeudapo/stolos

English (LSJ)

ὁ,

   A false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.

English (Strong)

from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.

English (Thayer)

ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.

Greek Monotonic

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψεύτικος απόστολος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψευδαπόστολος: ὁ лжеапостол NT.