συνεξανίστημι: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.)\n tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat. | |elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.)\n tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξᾰνίστημι:''' <b class="num">1)</b> вместе или одновременно поднимать (οἱ κιττοὶ τοῖς [[δένδρεσι]] περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις [[ἅμα]] συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;<br /><b class="num">2)</b> одновременно возбуждать (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A stir up or excite together, Plu.2.44c. II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4. 2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27. 3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρω ἢ ἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.
French (Bailly abrégé)
I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.
Greek Monotonic
συνεξανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. εξεγείρω, υποκινώ σε εξέγερση από κοινού, σε Πλούτ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και προσέρχομαι μαζί με, στον ίδ.
2. εξεγείρομαι σε στάση, επαναστατώ, αποστατώ με τη συνέργεια κάποιου, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.)\n tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰνίστημι: 1) вместе или одновременно поднимать (οἱ κιττοὶ τοῖς δένδρεσι περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;
2) одновременно возбуждать (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);
3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; δῆμος ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием.