μεθημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεθημοσύνη:''' ἡ, αφροντισιά, [[αμέλεια]], [[απροσεξία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μεθημοσύνη:''' ἡ, αφροντισιά, [[αμέλεια]], [[απροσεξία]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθημοσύνη:''' ἡ тж. pl. нерадение, небрежность Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A remissness, carelessness, Il.13.121: pl., ib.108.
German (Pape)
[Seite 112] ἡ, Nachlässigkeit, Fahrlässigkeit, Il. 13, 121 u. im plur. ibd. 108.
Greek (Liddell-Scott)
μεθημοσύνη: ἡ, ἀμέλεια, ἀφροντισία, Ἰλ. Ν. 121· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 108.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
négligence, nonchalance.
Étymologie: μεθήμων.
English (Autenrieth)
remissness, Il. 13.108 and 121.
Greek Monolingual
μεθημοσύνη, ἡ (Α) μεθήμων
υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
μεθημοσύνη: ἡ, αφροντισιά, αμέλεια, απροσεξία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεθημοσύνη: ἡ тж. pl. нерадение, небрежность Hom.