καπροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καπροφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.
|lsmtext='''καπροφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καπροφόνος:''' убивающий кабанов ([[κύων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπροφόνος Medium diacritics: καπροφόνος Low diacritics: καπροφόνος Capitals: ΚΑΠΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kaprophónos Transliteration B: kaprophonos Transliteration C: kaprofonos Beta Code: kaprofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).

Greek (Liddell-Scott)

καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος, δολο-φόνος.

Greek Monotonic

καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).