στομφάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στομφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στόμφος]]), φωνασκώ, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στομφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στόμφος]]), φωνασκώ, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομφάζω Medium diacritics: στομφάζω Low diacritics: στομφάζω Capitals: ΣΤΟΜΦΑΖΩ
Transliteration A: stompházō Transliteration B: stomphazō Transliteration C: stomfazo Beta Code: stomfa/zw

English (LSJ)

(στόμφος)

   A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011.    2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6.    3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.

German (Pape)

[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.

Greek (Liddell-Scott)

στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.

Greek Monolingual

ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.

Greek Monotonic

στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.