πειρά: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, Α [[πείρω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οξεία]] [[ακμή]], [[κόψη]], [[αιχμή]] («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ή, Α [[πείρω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οξεία]] [[ακμή]], [[κόψη]], [[αιχμή]] («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''πειρά:''' ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρά Medium diacritics: πειρά Low diacritics: πειρά Capitals: ΠΕΙΡΑ
Transliteration A: peirá Transliteration B: peira Transliteration C: peira Beta Code: peira/

English (LSJ)

ἡ,

   A sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
pointe d’épée.
Étymologie: R. Περ, percer ; cf. πείρω, πόρπη, περόνη.

Greek Monolingual

ή, Α πείρω
(ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πειρά: ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).