ἀναμάξευτος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμάξευτος:''' непроезжий (sc. [[χώρα]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A impassable for wagons, Hdt.2.108.
German (Pape)
[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: ἀ, ἁμαξεύω.
Spanish (DGE)
-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.
Greek Monolingual
ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.
Greek Monotonic
ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).