μισοτύραννος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑσοτύραννος:''' -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν. | |lsmtext='''μῑσοτύραννος:''' -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑσοτύραννος:''' (ῠ) ненавидящий тираннов Her., Aeschin., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A tyrant-hater, Hdt. 6.121,123, Aeschin.3.92, Plu.Tim.3.
German (Pape)
[Seite 192] Tyrannen hassend, Tyrannenfeind; Her. 6, 121. 123; Aesch. 3, 92; Plut. Timol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοτύραννος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς τυράννους, Ἡρόδ. 6. 121, 123, Αἰσχίν. 66. 41.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les tyrans ou la tyrannie.
Étymologie: μισέω, τύραννος.
Greek Monolingual
μισοτύραννος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους τυράννους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τύραννος (πρβλ. φιλο-τύραννος)].
Greek Monotonic
μῑσοτύραννος: -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
μῑσοτύραννος: (ῠ) ненавидящий тираннов Her., Aeschin., Plut.