Μοσσύνοικοι: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μοσσύνοικοι:''' οἱ, κάτοικοι ξύλινων σπιτιών, [[εθνότητα]] στη Μαύρη Θάλασσα, κοντά στην [[Κολχίδα]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''Μοσσύνοικοι:''' οἱ, κάτοικοι ξύλινων σπιτιών, [[εθνότητα]] στη Μαύρη Θάλασσα, κοντά στην [[Κολχίδα]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μοσσύνοικοι:''' οἱ моссинэки, «обитатели деревянных хижин» (племя в Понте) Her.
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μοσσύνοικοι Medium diacritics: Μοσσύνοικοι Low diacritics: Μοσσύνοικοι Capitals: ΜΟΣΣΥΝΟΙΚΟΙ
Transliteration A: Mossýnoikoi Transliteration B: Mossynoikoi Transliteration C: Mossynoikoi Beta Code: *mossu/noikoi

English (LSJ)

[ῡ], οἱ, a tribe on the south shore of the Euxine who lived in μόσσυνες (q.v.), Hecat.204 J., Hdt.3.94, 7.78, Arist.Mir.835a9, A.R.2.1016, etc.

French (Bailly abrégé)

ou Μοσύνοικοι;
ων (οἱ) :
les Mossynœkes, propr. « habitants de huttes en bois », peuples du Pont et de la Scythie.
Étymologie: μόσσυν, οἰκέω.

Greek Monolingual

Μοσσύνοικοι, οι (Α)
ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσσυν + οἶκος (πρβλ. άγρ-οικος)].

Greek Monotonic

Μοσσύνοικοι: οἱ, κάτοικοι ξύλινων σπιτιών, εθνότητα στη Μαύρη Θάλασσα, κοντά στην Κολχίδα, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Μοσσύνοικοι: οἱ моссинэки, «обитатели деревянных хижин» (племя в Понте) Her.