ἅγνευμα: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅγνευμα:''' τό ([[ἁγνεύω]]), αγνή [[διαγωγή]], [[εγκράτεια]], [[αγνότητα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἅγνευμα:''' τό ([[ἁγνεύω]]), αγνή [[διαγωγή]], [[εγκράτεια]], [[αγνότητα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅγνευμα:''' ατος τό чистота, непорочность: ἅ. ἔχειν [[θεῖον]] Eur. дать перед божеством обет чистоты. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A chastity, E.Tr.501.
German (Pape)
[Seite 17] τό, Keuschheit, Eur. Fr. 500 El. 554.
Greek (Liddell-Scott)
ἅγνευμα: τό, (ἁγνεύω) ἁγνὴ διαγωγή, καθαρότης, Εὐρ. Τρῳ. 501.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chasteté.
Étymologie: ἁγνεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
voto de castidad, pureza ἅ. ἔχων τι θεῖον E.El.256, οἵαις ἔλυσας συμφοραῖς ἅγνευμα σόν ref. a Casandra, E.Tr.501.
Greek Monotonic
ἅγνευμα: τό (ἁγνεύω), αγνή διαγωγή, εγκράτεια, αγνότητα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἅγνευμα: ατος τό чистота, непорочность: ἅ. ἔχειν θεῖον Eur. дать перед божеством обет чистоты.