ἀκράαντος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκράαντος:''' [κρᾱ], -ον, Επικ. [[τύπος]] του [[ἄκραντος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[απραγματοποίητος]], [[ἄκαρπος]], Λατ. [[irritus]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀκράαντος:''' [κρᾱ], -ον, Επικ. [[τύπος]] του [[ἄκραντος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[απραγματοποίητος]], [[ἄκαρπος]], Λατ. [[irritus]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκράαντος:''' Hom. = [[ἄκραντος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[κρᾱ], ον, (kraiai/nw)
A = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne s’accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.
English (Autenrieth)
(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.