ἁλίρραντος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίρραντος:''' -ον (ἅλς, [[ῥαίνω]]), αυτός που ραντίζεται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλίρραντος:''' -ον (ἅλς, [[ῥαίνω]]), αυτός που ραντίζεται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίρραντος:''' <b class="num">1)</b> омываемый морскими волнами ([[ἀκτή]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> омывающий своими волнами, плещущийся ([[πόντος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui baigne de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 salpicado por el mar, ἀκτή Choeril.21.1, θίς AP 14.72, ἀκτά Lyr.Adesp.477.1.2S., cf. SHell.991.55.
2 que salpica con sus olas πόντος AP 9.333 (Mnasalc.).
Greek Monolingual
ἁλίρραντος, -ον (Α)
αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»].
Greek Monotonic
ἁλίρραντος: -ον (ἅλς, ῥαίνω), αυτός που ραντίζεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίρραντος: 1) омываемый морскими волнами (ἀκτή Anth.);
2) омывающий своими волнами, плещущийся (πόντος Anth.).