ἀμπελουργία: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμπελουργία]]) [[ἀμπελουργός]]<br />η [[καλλιέργεια]] της αμπέλου.
|mltxt=η (Α [[ἀμπελουργία]]) [[ἀμπελουργός]]<br />η [[καλλιέργεια]] της αμπέλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπελουργία:''' ἡ Luc. = [[ἀμπελουργική]].
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργία Medium diacritics: ἀμπελουργία Low diacritics: αμπελουργία Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: ampelourgía Transliteration B: ampelourgia Transliteration C: ampelourgia Beta Code: a)mpelourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vine-dressing, Thphr.CP3.14.2, Luc.Salt.40: in pl., vineyards, Lib. Or.11.234, Poll.1.228.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbergarbeit, Theophr.; Luc. salt. 40; Weinberg, Poll. 1, 228.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργία: τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, Πολυδ. 7. 140.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cultivo o cuidado de la vid Thphr.CP 3.14.2, Luc.Salt.40, D.C.40.27, Poll.7.140, Gr.Nyss.Hom.in Cant.453.17, SB 9778.16 (VI a.C.).
2 plu. viñedos Lib.Or.11.234, Poll.1.228.

Greek Monolingual

η (Α ἀμπελουργία) ἀμπελουργός
η καλλιέργεια της αμπέλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελουργία: ἡ Luc. = ἀμπελουργική.