ἀνέξοιστος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέξοιστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να φανερώσει, [[άρρητος]], [[απόρρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>εξοιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εκφέρω]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκφράσει, να προφέρει»].
|mltxt=[[ἀνέξοιστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να φανερώσει, [[άρρητος]], [[απόρρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>εξοιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εκφέρω]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκφράσει, να προφέρει»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέξοιστος:''' не подлежащий разглашению Plut.
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέξοιστος Medium diacritics: ἀνέξοιστος Low diacritics: ανέξοιστος Capitals: ΑΝΕΞΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anéxoistos Transliteration B: anexoistos Transliteration C: aneksoistos Beta Code: a)ne/coistos

English (LSJ)

ον,

   A not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.

German (Pape)

[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
incomunicable ἀ. καὶ ἀνερμήνευτον τῷ πέλας Gorg.B 3, cf. Plu.2.728d, Iul.Or.8.158d.

Greek Monolingual

ἀνέξοιστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνέξοιστος: не подлежащий разглашению Plut.