ἄνιπτος: Difference between revisions
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνιπτος:''' -ον ([[νίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άπλυτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄνιπτος:''' -ον ([[νίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άπλυτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνιπτος:''' <b class="num">1)</b> не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);<br /><b class="num">2)</b> несмываемый ([[αἷμα]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. -ῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἄνιπτος ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4. 2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: ἀ, νίπτω.
English (Autenrieth)
(νίπτω): unwashed, Il. 6.266†.
Spanish (DGE)
-ον
1 no lavado, sucio χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Il.6.266, Hes.Op.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον Eu.Matt.15.20
•fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar e.e. no preparado Luc.Pseudol.4, Rh.Pr.14.
2 que no puede ser lavado αἷμα A.A.1460.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of νίπτω; without ablution: unwashen.
English (Thayer)
ὄν (νίπτω to wash), unwashed: R L marginal reading in 5. (Homer, Iliad 6,266, etc.)
Greek Monolingual
και άνιφτος, -η, -ο (ΜΑ ἄνιπτος, -ον)
άπλυτος
αρχ.
ανεξίτηλος.
Greek Monotonic
ἄνιπτος: -ον (νίζω),
1. άπλυτος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνιπτος: 1) не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);
2) несмываемый (αἷμα Aesch.).