ἀντιτέμνω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έτεμον</i>· [[κόβω]] ενάντια σε, δηλ. [[παρέχω]] [[γιατρειά]] ή [[αντίδοτο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντιτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έτεμον</i>· [[κόβω]] ενάντια σε, δηλ. [[παρέχω]] [[γιατρειά]] ή [[αντίδοτο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιτέμνω:''' нарезать, в знач. приготовлять (φάρμακα πολυπόνοις βροτοῖσιν Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A cut against, i.e. as a remedy or antidote, φάρμακα . . ἀντιτεμὼν βροτοῖσι E.Alc.972 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτέμνω: μέλλ. ἀντιτεμῶ, τέμνω τι ἐναντίον τινός, οὐδ’ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν, τεμὼν βοτάνας ἐναντίον τῶν νόσων χάριν τῶν βροτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 972: πρβλ. ἀντίτομος, ἐντέμνω.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀντιτεμών;
couper contre, càd couper des racines ou des plantes pour remèdes.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.
Spanish (DGE)
1 cortar φάρμακα ... βροτοῖσιν E.Alc.971.
2 cortar, interceptar (ὁ δὲ γαλαξίας) διὰ τῶν πόλων ἀντιτεμνόμενος δίχα ὑπὸ τοῦ ὁρίζοντος Arat.Comm.131.14.
Greek Monolingual
ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι»).
Greek Monotonic
ἀντιτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον· κόβω ενάντια σε, δηλ. παρέχω γιατρειά ή αντίδοτο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτέμνω: нарезать, в знач. приготовлять (φάρμακα πολυπόνοις βροτοῖσιν Eur.).