ἀντίδορος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίδορος:''' -ον ([[δορά]]), ενδεδυμένος με [[κάτι]] [[άλλο]] αντί για [[δέρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀντίδορος:''' -ον ([[δορά]]), ενδεδυμένος με [[κάτι]] [[άλλο]] αντί για [[δέρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίδορος:''' покрытый словно кожей ([[κάρυον]] Anth. v. l. к [[ἀρτίδορος]]).
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδορος Medium diacritics: ἀντίδορος Low diacritics: αντίδορος Capitals: ΑΝΤΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: antídoros Transliteration B: antidoros Transliteration C: antidoros Beta Code: a)nti/doros

English (LSJ)

ον, (δορά)

   A instead of skin, κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος with a green husk as integument, AP6.22 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 251] (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδορος: -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων ἄλλο τι κάλυμμα, κάρυον χλωρῆς ἀντίδωρον λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert comme d’une peau.
Étymologie: ἀντί, δορά.

Spanish (DGE)

-ον
pelado κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara, AP 6.22 (Zon.).

Greek Monotonic

ἀντίδορος: -ον (δορά), ενδεδυμένος με κάτι άλλο αντί για δέρμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδορος: покрытый словно кожей (κάρυον Anth. v. l. к ἀρτίδορος).