ἀπαυθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] παράτολμα, με [[θράσος]], [[μιλώ]] με [[παρρησία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] παράτολμα, με [[θράσος]], [[μιλώ]] με [[παρρησία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' быть самоуверенным, самонадеянно говорить Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:51, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυθᾱδίζομαι Medium diacritics: ἀπαυθαδίζομαι Low diacritics: απαυθαδίζομαι Capitals: ΑΠΑΥΘΑΔΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apauthadízomai Transliteration B: apauthadizomai Transliteration C: apafthadizomai Beta Code: a)pauqadi/zomai

English (LSJ)

   A speak or act boldly, Pl.Ap.37a; freq. in late Prose, in bad sense, Ph.2.441; μέχρι παντός J.BJ3.7.11, cf. Plu.2.766c, Them.Or.10.131d,135a, 23.290c.

German (Pape)

[Seite 282] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. Lob. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυθᾱδίζομαι: ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο τύπος ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ ἐνιαχοῦ ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.

French (Bailly abrégé)

être arrogant ou présomptueux.
Étymologie: ἀπό, αὐθαδίζομαι.

Spanish (DGE)

1 tr. atreverse a hacer, realizar osadamente ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.Im.1.10, τοιοῦτόν τι POxy.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.Or.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.Goth.4.32.29.
2 intr. ser demasiado osado, descarado, insolente Pl.Ap.37a, Ph.2.441, BGU 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.BI 3.179, Them.Or.10.131d, 135a.

Greek Monotonic

ἀπαυθᾱδίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· μιλώ ή ενεργώ παράτολμα, με θράσος, μιλώ με παρρησία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυθᾱδίζομαι: быть самоуверенным, самонадеянно говорить Plat., Plut.