ἀπινύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπῐνύσσω:''' <b class="num">1)</b> находиться без сознания ([[κῆρ]] ἀπινύσσων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῐνύσσω Medium diacritics: ἀπινύσσω Low diacritics: απινύσσω Capitals: ΑΠΙΝΥΣΣΩ
Transliteration A: apinýssō Transliteration B: apinyssō Transliteration C: apinysso Beta Code: a)pinu/ssw

English (LSJ)

(πινυτός)

   A lack understanding, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258; κῆρ ἀπινύσσων, of one lying senseless, Il.15.10; cf. Apollon.Lex. s.v. ἀπινυτέω.

German (Pape)

[Seite 291] (πινυτός, πινύσσω, πνέω, πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ κέαρ ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐνύσσω: (πινυτὸς) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς εἶναι» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ παράφρων τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
n’avoir pas sa raison.
Étymologie: ἀ, πινυτός.

English (Autenrieth)

(πινυτός): lack understanding, Od. 5.342; be unconscious; κῆρ, acc. of specification, Il. 15.10.

Spanish (DGE)

(ἀπῐνύσσω)
perder el sentido κῆρ ἀπινύσσων perdido el sentido de un guerrero caído Il.15.10, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258.

Greek Monolingual

ἀπινύσσω (Α)
1. είμαι ανόητος
2. πέφτω αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»].

Greek Monotonic

ἀπῐνύσσω: (α- στερητικό και πινυτός), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι άφρων, ανόητος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῐνύσσω: 1) находиться без сознания (κῆρ ἀπινύσσων Hom.);
2) быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).